- φιλότουρκος
- -η, -οτουρκόφιλος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek
Βλαχοθόδωρος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.).Αρματολός από το Βλαχολίβαδο της Ελασσόνας, έμπιστος του Αλή πασά, που τον διόρισε στη θέση του Νικοτσάρα. Ο Β. ήταν δουλικά φιλότουρκος και κατηγορήθηκε πως το 1808 πρόδωσε, μαζί με τον Ντεληγιάννη του Μετσόβου, το… … Dictionary of Greek
Χάμερ, Γιόζεφ φον- — (Hammer, 1774 – 1856). Αυστριακός ανατολιστής. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έγινε αρχικά γραμματέας της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη (1802), φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του μυστικοσυμβούλου του αυτοκράτορα (1835). Επειδή… … Dictionary of Greek
τουρκόφιλος — η, ο αυτός που αγαπά τους Τούρκους, φιλότουρκος: Τουρκόφιλη πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)